- περιβαλλόμενοι
- περιβάλλωthrow roundpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
облачатисѧ — ОБЛАЧА|ТИСѦ (17), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Одеваться: въ ризѹ обла||чѧ˫а сѧ. бл҃годари давъшааго. (ἐνδυόμενος) Изб 1076, 263 об.–264; ти тако пакы въ дрѹгоѥ врѣтище. облъчашесѧ [вм. облачашесѧ?] бл҃жныи. (περιεβολετο) СбТр XII/XIII, 40 об.; Слѹжебникомъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek